- ακουσία
- ἀκουσία, η (Α) [ἀκούσιος]πράξη που γίνεται από κάποιον χωρίς τη θέλησή του.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀκουσία — ἀκουσίᾱ , ἀκουσία involuntary action fem nom/voc/acc dual ἀκουσίᾱ , ἀκουσία involuntary action fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκουσίᾳ — ἀκουσίᾱͅ , ἀκουσία involuntary action fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκούσια — ἀ̱κούσια , ἀεκούσιος against the will neut nom/voc/acc pl (attic) ἀκούσιος against the will neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ενούρηση — Ακούσια εκροή ούρων. Η ε. διακρίνεται από την ακράτεια, η οποία αφορά την απώλεια ελέγχου του σφιγκτήρα της ουροδόχου κύστης από παθολογικά αίτια. Ο όρος ε. χρησιμοποιείται στην παιδιατρική για την ακούσια αποβολή των ούρων κατά τον νυχτερινό… … Dictionary of Greek
κράμπα — Ακούσια και επώδυνη σύσπαση ενός ή περισσότερων μυών. Οι κ. εμφανίζονται λόγω της συσσώρευσης των τοξικών προϊόντων της κόπωσης σε αγύμναστες μυϊκές μάζες κατά τη διάρκεια ή ύστερα από υπερβολική άσκηση (επαγγελματικές κ., κ. των αθλητών), μετά… … Dictionary of Greek
ἀκουσίαν — ἀκουσίᾱν , ἀκουσία involuntary action fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εμετός — Ακούσια βίαιη κένωση του περιεχομένου του στομάχου, που περνά από τον οισοφάγο και τη στοματική κοιλότητα και προκαλείται από διάφορες αιτίες. Ο ε. δεν είναι νόσημα αλλά σύμπτωμα συχνό σε ορισμένα νοσήματα που διαφέρουν πολύ μεταξύ τους. Ο… … Dictionary of Greek
κολεόσπασμος — Ακούσια, επώδυνη σπασμωδική σύσπαση των κυκλοτερών μυών του κατώτερου τρίτου του κόλπου, που καθιστά δύσκολη ή και αδύνατη τη σεξουαλική επαφή. Η γυναίκα που υποφέρει από κ. ενδέχεται να μην μπορεί να υπομείνει μια εσωτερική εξέταση της πυέλου ή… … Dictionary of Greek
ἀκουσίαις — ἀκουσία involuntary action fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκούσιαι — ἀκουσία involuntary action fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)